- φάρυξ
- φάρυξthroatfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάρυκος — φάρυξ throat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρυξιν — φάρυξ throat fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντόφαρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α ποντοχάρυβδις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + φάρυξ «φάρυγγας» (πρβλ. παντο φάρυξ)] … Dictionary of Greek
φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… … Dictionary of Greek
φαρυγίνδην — Α επίρρ. με την μορφή φάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, υγος (βλ. λ. φάρυγγας) + επιρρμ. κατάλ. ίνδην (πρβλ. πλουτ ίνδην)] … Dictionary of Greek
φαρύγγεθρον — και φαρύγεθρον και φαρύγετρον και φαρύγαθρον, τὸ, Α 1. φάρυγγας 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρύγεθρον ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, υγος / υγγος (για τις μορφές τού θ. βλ. λ. φάρυγγας) + επίθημα ε θρον (πρβλ. σκανδάλη θρον). Η μορφή… … Dictionary of Greek
bherug-, bhrug-, bhorg- — bherug , bhrug , bhorg English meaning: throat Deutsche Übersetzung: ‘schlund, Luftröhre” Material: Arm. erbuc “brost, brisket of killed animals “ (*bhrugo ); Gk. φάρυξ, υγος, later (after λάρυγξ) φάρυγξ, υγγος “ windpipe,… … Proto-Indo-European etymological dictionary